Λεύκων

Λεύκων
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (5oς αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Άγνωνα. Μεταξύ των έργων του περιλαμβανόταν Ο όνος ασκοφόρος, Οι Φράτερες και Οι πρέσβεις, το οποίο βραβεύτηκε το 422 π.Χ. στα Λήναια, παίρνοντας την τρίτη θέση. Από τα έργα του δεν σώζονται παρά μεμονωμένοι στίχοι. 2. Βασιλιάς του Κιμμερίου Βοσπόρου (387-347 π.Χ.). Καταγόταν από τη δυναστεία των Σπαρτακιδών και είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Σάτυρο. Διατηρούσε φιλικές και εμπορικές σχέσεις με τους Αθηναίους. Επειδή τους εφοδίαζε με το μισό από το σιτάρι που χρειάζονταν για τη διατροφή τους χωρίς να ζητάει εξαγωγικό τέλος, έστησαν άγαλμα για να τον τιμήσουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεύκων — masc nom/voc sg Λεύ̱κων , Λεῦκος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκων' — Λεύκωνα , Λεύκων masc acc sg Λεύκωνι , Λεύκων masc dat sg Λεύκωνε , Λεύκων masc nom/voc/acc dual Λεύκωνα , Λευκώνης masc voc sg Λεύκωνα , Λευκώνης masc nom sg (epic) Λεύκωναι , Λευκώνης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκῶν — Λεύκη leprosy fem gen pl Λευκή fem gen pl Λευκής masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκῶν — λεύκη leprosy fem gen pl λευκόν white neut gen pl λευκός light fem gen pl λευκός light masc/neut gen pl λευκόω whiten over pres part act masc voc sg (doric aeolic) λευκόω whiten over pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λευκόω whiten… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκων — λεῦκος a fish masc gen pl λευκόω whiten over imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λευκόω whiten over imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκών, μονή — Βλ. λ. Αγίου Χαραλάμπους, μονή …   Dictionary of Greek

  • Λεύκωνα — Λεύκων masc acc sg Λευκώνης masc voc sg Λευκώνης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκωνι — Λεύκων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκωνος — Λεύκων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκωσιν — Λεύκων masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”